του Γιώργου Γιαννουλόπουλου
Για τις πρόσφατες και παρθενικές διαπραγ-ματεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τους εταίρους/δανειστές μας έχουμε μάθει σχεδόν τα πάντα: ποιος είπε τι και πότε, τι εννοούσε, πώς αντέδρασαν οι άλλοι κ.ο.κ. Το ίδιο ισχύει και για τις αποτιμήσεις, οι οποίες κυμαίνονται από το «κερδίσαμε μια μάχη αλλά όχι τον πόλεμο» μέχρι το «βαφτίσαμε το κρέας ψάρι» (τόσο ευρεία είναι η γκάμα, ακόμα και μέσα στην Κουμουνδούρου). Παρ’ όλα αυτά, όμως, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω ορισμένες κινήσεις της κυβέρνησης, όχι για λόγους ιδεολογικούς -αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση- αλλά επειδή έχω την εντύπωση ότι παραβιάζουν τους στοιχειώδεις κανόνες της κοινής λογικής. Θα περιοριστώ στα δύο κυριότερα παραδείγματα.
Το πρώτο που δεν κατάλαβα ήταν το αίτημα να μας δοθεί ένα εξάμηνο δάνειο-γέφυρα. Για όλους όσοι έχουν δοσοληψίες με τράπεζες, η έννοια του bridging loan είναι οικεία. Όταν αντιμετωπίζουμε...
προβλήματα ρευστότητας ζητάμε μια προσωρινή βοήθεια που θα μας φέρει στα ίσια· και μετά όλα θα πάνε καλά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, συνεχώς και επί χρόνια, διακηρύσσει ότι ο απώτερος στόχος του είναι η εκ βάθρων ανατροπή του συστήματος που επέβαλαν και επί δεκαετίες διαχειρίζονται με καταστρεπτικές συνέπειες οι απάνθρωποι νεοφιλελεύθεροι. Με αυτό κατά νου, το ελληνικό αίτημα θα μπορούσε ή μάλλον θα έπρεπε να διαβαστεί ως εξής: περιμένουμε από εσάς, τους ιδεολογικούς εχθρούς μας, να μας διευκολύνετε για να σας ανατρέψουμε. Ή, αλλιώς, ζητάμε από κάποιον που θέλουμε να κρεμάσουμε να μας δανείσει τα λεφτά για να αγοράσουμε το σχοινί. Δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ανάλγητους, ιδιοτελείς και άπληστους εκμεταλλευτές, μπορώ με απόλυτη ασφάλεια να σας διαβεβαιώσω ότι βλάκες δεν είναι.
προβλήματα ρευστότητας ζητάμε μια προσωρινή βοήθεια που θα μας φέρει στα ίσια· και μετά όλα θα πάνε καλά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, συνεχώς και επί χρόνια, διακηρύσσει ότι ο απώτερος στόχος του είναι η εκ βάθρων ανατροπή του συστήματος που επέβαλαν και επί δεκαετίες διαχειρίζονται με καταστρεπτικές συνέπειες οι απάνθρωποι νεοφιλελεύθεροι. Με αυτό κατά νου, το ελληνικό αίτημα θα μπορούσε ή μάλλον θα έπρεπε να διαβαστεί ως εξής: περιμένουμε από εσάς, τους ιδεολογικούς εχθρούς μας, να μας διευκολύνετε για να σας ανατρέψουμε. Ή, αλλιώς, ζητάμε από κάποιον που θέλουμε να κρεμάσουμε να μας δανείσει τα λεφτά για να αγοράσουμε το σχοινί. Δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ανάλγητους, ιδιοτελείς και άπληστους εκμεταλλευτές, μπορώ με απόλυτη ασφάλεια να σας διαβεβαιώσω ότι βλάκες δεν είναι.
Μέχρι εδώ δεν καταλαβαίνω σχεδόν τίποτε, αλλά στη συνέχεια τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δυσεξήγητα. Διότι μετά την άρνηση των εταίρων να μας δώσουν το δάνειο-γέφυρα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. είχε τις εξής δύο επιλογές: είτε να απειλήσει με στάση πληρωμών και εθελούσια έξοδο από το ευρώ, κάτι που σύμφωνα με τον Γ. Δραγασάκη συζητήθηκε και απορρίφθηκε, είτε να μεταπείσει τους απηνείς νεοφιλελεύθερους δανειστές μας να αλλάξουν ρότα. Αυτή τη δεύτερη αποστολή ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο Γ. Βαρουφάκης. Δεν ξέρω ποια ελαττώματα μπορεί να του καταλογιστούν, αλλά σίγουρα ένα απ’ αυτά δεν είναι ότι υποτιμά τον εαυτό του. Αντίθετα, όποτε τον ακούω, τον διαβάζω ή τον βλέπω (αναφέρομαι στις ενδυματολογικές επιδόσεις του), θυμάμαι τη γνωστή ατάκα του Γούντι Αλεν για τον Νόρμαν Μάιλερ: ότι αποφάσισε όταν πεθάνει να δωρίσει το εγώ του στην επιστήμη.
Το τι συνέβη το γνωρίζουμε: ο Γ. Βαρουφάκης, αντί να υποβάλει συγκεκριμένες και κοστολογημένες προτάσεις, επέλεξε να δώσει μια διάλεξη για να εξηγήσει στους αδαείς και εμβρόντητους συναδέλφους του τη δική του θεωρία και λύση για την κρίση. Πίσω απ’ αυτήν την επιλογή δεν μπορεί παρά να κρύβονται οι εξής δύο προσδοκίες: Είτε οι δανειστές μας -υπενθυμίζω ότι μιλάμε για τα τσιράκια του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού τομέα που διαχειρίζονται ιλιγγιώδη ποσά προς ίδιον όφελος- θα ανέκραζαν: «Για μισό λεπτό! Μήπως όλα αυτά τα χρόνια κάναμε λάθος;» Είτε, για να πάμε στο άλλο άκρο, σε ολόκληρη την Ευρώπη τα πλήθη θα ξεχύνονταν στους δρόμους για να παραταχθούν πίσω από τα οδοφράγματα. Δεν συνέβη ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Το δεύτερο που δεν καταλαβαίνω, και γι’ αυτό θα είμαι σύντομος επειδή το πράγμα βοά, είναι το επιχείρημα ότι οι ξένοι οφείλουν να σεβαστούν την ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Ομολογώ ότι μετά από πολλά χρόνια στο επάγγελμα, ίσως πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανοησία -προσπαθώ να αποφύγω μια άλλη ομοιοκατάληκτη λέξη- που έχω ακούσει. Με άλλα λόγια, η Μέρκελ π.χ. οφείλει να αλλάξει την πολιτική της (καλή ή κακή, δεν το εξετάζω) για να ευθυγραμμιστεί με τη βούληση του ελληνικού λαού, αγνοώντας τη βούληση των δικών της ψηφοφόρων. Αναφέρω ενδεικτικά ότι μια πρόσφατη δημοσκόπηση στη Γερμανία έδειξε ότι μόνο το 21% των Γερμανών εγκρίνουν την παροχή οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα.
Πώς είναι δυνατό να διακινούνται τόσο πελώριες ανοησίες; Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, δεν ισχυρίζομαι ότι αν όλοι σεβαστούμε τους κανόνες της κοινής λογικής θα συμφωνήσουμε στα πάντα και θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Οι διαφορές μας είναι ιδεολογικές/πολιτικές και τέτοιες παραμένουν. Άρα οι συζητήσεις και οι κόντρες θα συνεχιστούν. Ευτυχώς. Μπορούμε όμως να ανεβάσουμε κάπως το επίπεδο της συζήτησης, περνώντας από ένα κόσκινο, έστω χοντρό, το τι λέμε. Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, δεν το βλέπω να γίνεται σύντομα, επειδή οι πιέσεις που ασκούνται οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση. Και, φυσικά, το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης θα πρέπει να καταλογιστεί στους πολιτικούς. Θα μείνει όμως αρκετή που βαρύνει τον σοφό και μονίμως προδομένο λαό. Για να παραφράσω τη διαβόητη ρήση του Θ. Πάγκαλου, όλοι μαζί παραμυθιαζόμαστε.
από την Εφημερίδα των Συντακτών δια μέσου «inprecor»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου